εξημερώνω

εξημερώνω
apprivoiser

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εξημερώνω — εξημερώνω, εξημέρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξημερώνω — (AM ἐξημερῶ, όω) [ημερώ] μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν») 2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.) 3. καταπραΰνω …   Dictionary of Greek

  • εξημερώνω — εξημέρωσα, εξημερώθηκα, εξημερωμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι από άγριο σε ήμερο, μερώνω, δαμάζω. 2. μτφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καλμάρω. 3. εκπολιτίζω, εξευγενίζω, ανθρωπεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτιθασεύω — Α τιθασεύω, εξημερώνω ζώο εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιθασεύω «δαμάζω, εξημερώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανημερώ — ἀνημερῶ ( όω) (Α) 1. ημερεύω, εξημερώνω 2. καθαρίζω ένα τόπο από τα άγρια θηρία …   Dictionary of Greek

  • γιώνω — αγιώνω, εξημερώνω …   Dictionary of Greek

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρωπίζω — (AM ἐξανθρωπίζω) [εξάνθρωπος] μσν. νεοελλ. εξημερώνω, εκπολιτίζω μσν. παθ. 1. πεθαίνω («ἐάν ἐξανθρωπισθῶ ἀποτουνῡν νὰ μὲ ἐνταφιάσει ἡ ἐμὴ γυνή», διαθήκη 15ου αιώνα) 2. (για ζώα) αποκτώ ανθρώπινες ιδιότητες αρχ. 1. κάνω κάτι προσιτό ή κατάλληλο… …   Dictionary of Greek

  • εξημέρωμα — (I) και ξημέρωμα, το ο ερχομός τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα]. (II) το [εξημερώνω] η εξημέρωση …   Dictionary of Greek

  • εξημέρωση — η (AM ἐξημέρωσις) [εξημερώνω] 1. το να καταστεί κάποιος ή κάτι ήμερος («η εξημέρωση τού αλόγου», «τῆς γῆς ἐξημέρωσιν») 2. ο εκπολιτισμός …   Dictionary of Greek

  • ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”